- πρωιζά
- πρωιζόςthe day beforeneut nom/voc/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρώιζα — πρωιζός the day before neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωίζ' — πρωιζά , πρωιζός the day before neut nom/voc/acc pl (attic) πρωιζέ , πρωιζός the day before masc/fem voc sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωϊζός — όν, ΜΑ, και αττ. τ. πρῳζός, όν, Α προχθεσινός αρχ. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) πρωϊζά α) προχθές β) πολύ νωρίς («οὕτω δὴ πρωϊζά κατέδραθες», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρωϊζά με τη σημ. «προχθές» απαντά ήδη στον Όμηρο και είναι σχηματισμένος από το… … Dictionary of Greek